Το ιερό που βρίσκεται στο Ποσείδι, χρονολογείται από τον 12ο π.Χ. αιώνα και η λατρεία του θεού πιστοποιείται από μεγάλο αριθμό αγγείων με αναθηματικές επιγραφές.
Στην επίπεδη επιφάνεια του αμμώδους ακρωτηρίου Ποσείδι, στην Κασσάνδρα Χαλκιδικής, οι κάτοικοι της αρχαίας Μένδης λάτρευαν τον θεό της θάλασσας, τον Ποσειδώνα και εκεί βρίσκεται το πρωιμότερο μέχρι σήμερα ιερό της Μακεδονίας και ένα από τα αρχαιότερα εξω-αστικά ιερά του ελλαδικού χώρου.
Το ιερό του Ποσειδώνα, ιδρύθηκε κατά τους πρωτογεωμετρικούς χρόνους (12ος-11ος π.Χ. αιώνας) και η εποχή της ακμής του ανάγεται στον 5ο και 4ο π.Χ. αιώνα, ενώ η λατρεία του θεού πιστοποιείται από μεγάλο αριθμό αγγείων με αναθηματικές επιγραφές.
Ήταν σε χρήση τουλάχιστον μέχρι την ελληνιστική εποχή, με αναφορές σε αυτό ακόμη και στον Θουκυδίδη, αλλά και σε έγγραφα του Αγίου Όρους του 14ου αιώνα και μετά από πολύχρονες ανασκαφές και μελέτη του υλικού οι αρχαιολόγοι δηλώνουν με κάθε βεβαιότητα ότι -μέχρι σήμερα- είναι το αρχαιότερο ιερό του Ποσειδώνα.
Η επιλογή του σημείου για την ίδρυση του ιερού, αλλά και του προστάτη θεού δεν ήταν τυχαία. Εκτιμάται ότι χτίστηκε από τους Ερετριείς αποίκους της Μένδης -όπως ήταν η ονομασία της περιοχής κατά την αρχαιότητα-,οι οποίοι και είχαν προστάτη τους τον Ποσειδώνα.
Οι ανασκαφές έφεραν στο φως τέσσερα μεγάλα κτίρια: τον κυρίως ναό, δύο κτήρια εκατέρωθεν του ναού και ένα αψιδωτό κτίσμα στο ανατολικό μέρος. Αυτό είναι και το αρχαιότερο, καθώς χρονολογείται στην πρωτογεωμετρική περίοδο (11ος-10ος αι. π.Χ.) και έχει πήλινο δάπεδο και τοίχους από μεγάλες κροκάλες. Τα άλλα δύο κτήρια χρονολογούνται στον 7ο-6ο π.Χ. αιώνα και ο κυρίως ναός γύρω στον 5ο π.Χ. αιώνα. Σε όλους τους χώρους έχουν εντοπιστεί βωμοί και ευρήματα για ιερές τελετές, ενδεικτικό του λατρευτικού χαρακτήρα.
Όπως διαπιστώθηκε και από τη γεωλογική έρευνα το ιερό καταλαμβάνει ολόκληρη την έκταση μιας αμμώδους χερσονήσου, μήκους περίπου 150 μέτρων και πλάτους 60, έτσι ώστε τα κτήριά του να προβάλλονται μέσα στη θάλασσα, όπως οι αντίστοιχοι ναοί στο Σούνιο και τη Νάξο.
Η λατρεία του Ποσειδώνα και το μεγάλο ιερό
Στη μάχη των θεών για το μοίρασμα των πολιούχων πόλεων, ο Ποσειδώνας ήταν σχεδόν πάντα ηττημένος. Έχασε την Αθήνα από την Αθηνά, την Κόρινθο από τον Ήλιο, την Αίγινα από τον Δία, τους Δελφούς από τον Απόλλωνα. Κι όπου ήθελε να σηματοδοτήσει την ήττα του και να θυμίσει το πέρασμά του, χτυπούσε δυνατά την τρίαινά του και ανάβλυζε νερό. Στη Μένδη, την γνωστή και σπουδαία αρχαία πόλη της Χαλκιδικής, οι κάτοικοι τού αφιερώθηκαν από την αρχή, άλλωστε έμεναν δίπλα στη θάλασσα και επιδίωκαν την εύνοιά του. Το Ποσείδι, το μικρό ακρωτήρι στη δυτική πλευρά της χερσονήσου της Κασσάνδρας, φέρει σήμερα μια παραφθορά του ονόματός του, ενώ στην αρχαιότητα όλη η περιοχή ονομαζόταν Ποσειδώνιο.
Οι άποικοι από την Ερέτρια της Εύβοιας θέλοντας να εξευμενίσουν τον θεό και να έχουν ήρεμη θάλασσα και απάνεμο λιμάνι, έχτισαν ένα μεγάλο ιερό ήδη από τα τέλη του 12ου ή αρχές του 11ου π.Χ. αιώνα. Αρχικά στο σημείο ανοίχτηκε ένας μεγάλος λάκκος, βάθους σχεδόν μισού μέτρου, μέσα στην αμμώδη παραλία, για την καύση των σφάγιων που προσφέρονταν στον θεό. Ο τύπος αυτός του βωμού αφορά κυρίως τη λατρεία των χθόνιων θεών, αυτών δηλαδή που ήταν μέσα στη γη, ιδιότητα που αποδίδεται και στον Ποσειδώνα ως θεός των σεισμών και των υδάτων.
Το κτήριο του ιερού που κατασκευάστηκε στους πρωτογεωμετρικούς χρόνους περικλείει τον βωμό αυτό, χωρίς να τον καταστρέψει, ενώ τα υπολείμματα θυσιών και ιερών δείπνων, που προσφέρονταν στον Ποσειδώνα στη διάρκεια των αιώνων, σχημάτισαν σταδιακά εσωτερικά του αψιδωτού κτιρίου έναν υπερυψωμένο «βωμό στάχτης», ύψους 1,85 μ. Αυτό το αψιδωτό κτήριο είναι μέχρι σήμερα το πρωιμότερο κτίσμα με αποκλειστικά λατρευτική χρήση στη βόρεια Ελλάδα κι ένα από τα πρωιμότερα σε ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο.
Η επέκταση του ιερού κρίθηκε αναγκαία στη διάρκεια του 6ου π.Χ. αιώνα και στις αρχές του 5ου π.Χ. αιώνα -μέχρι περίπου του Περσικούς Πολέμους-, καθώς ήταν αυξημένες οι ανάγκες για την τέλεση θυσιών. Έτσι άρχισαν να χτίζονται και τα υπόλοιπα κτήρια.
Η κεραμική του ιερού στο Ποσείδι
Ενδιαφέρον παρουσιάζει η κεραμική που έχει βρεθεί στο ιερό του Ποσειδώνα, όπου επίσης έχουν εντοπιστεί άφθονα οστά ζώων και όστρεα, σιδερένιοι οβολοί, οστέινες χάνδρες περιδεραίου.
Παρουσιάζοντας την κεραμική της ανασκαφής αυτής, την περασμένη Πέμπτη στην Αρχαιολογική Συνάντηση που με θέμα "Η τοπική κεραμική παραγωγή στη Χαλκιδική κατά τους Ιστορικούς Χρόνους", διοργάνωσε η Εφορεία Αρχαιοτήτων Χαλκιδικής και Αγίου Όρυς στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης, ο αρχαιολόγος Ιωάννης Παπαδιάς (στην εργασία συμμετείχαν ακόμη ο Δημήτριος Πάτης, η Ευαγγελία Κυριατζή, ο Βασίλης Κυλίκογλου, ο Στέλιος Ανδρέου και η επί σειρά ετών διευθύντρια της ανασκαφής Σοφία Μοσχονησιώτη, η οποία έφυγε πρόωρα από τη ζωή τον περασμένο Ιανουάριο), αναφέρθηκε στους τύπους των αγγείων που έχουν βρεθεί.
Ξεχωρίζουν χιακές κύλικες, κορινθιακά μυροδοχεία και οινοχοΐσκες, λεπτεπίλεπτες ιωνικές κύλικες και αττικές μελανόμορφες μικρογραφικές κύλικες, κύπελλα και σκύφοι, είναι χαρακτηριστικό ωστόσο ότι απουσιάζουν χάλκινα και πήλινα ειδώλια, φιάλες και μαγειρικοί δίσκοι. Κάποια αγγεία φέρουν γραπτή διακόσμηση και άλλα είναι εγχάρακτα. Οι επιγραφές που βρέθηκαν κυρίως στο χείλος των κυλίκων, βοήθησαν στην ταύτιση της θεότητας που λατρεύονταν, ενώ ταυτόχρονα αποκάλυψαν και τα στοιχεία ταυτότητας των προσκυνητών.
Η αρχαία Μένδη
Στην Ύστερη Ελληνιστική Εποχή έπαψε η χρήση του ιερού και ο χώρος εγκαταλείφθηκε και χρησιμοποιήθηκε από τα τοπικά εργαστήρια, όπως και κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους, όπου ανοίχθηκαν λάκκοι για τα απορρίμματα.
Το ιερό ακολούθησε την πορεία της αρχαίας Μένδης, μιας σπουδαίας πόλης που σύμφωνα με τον Θουκυδίδη ήταν αποικία των Ερετριέων και ιδρύθηκε πιθανόν γύρω στο τέλος του 8ου π.Χ. αιώνα κατά τον β΄ Αποικισμό.
Το όνομά της οφείλεται στο αρωματικό φυτό μίνθη, ένα είδος μέντας που φύεται ακόμη στην περιοχή, η πόλη ωστόσο έγινε διάσημη τον 5ο π.Χ. αιώνα για το κρασί της, τον περίφημο «Μενδαίο οίνο», οι εξαγωγές του οποίου της έδωσαν μεγάλη οικονομική άνθηση, ενώ από τη Μένδη ήταν η καταγωγή του γλύπτη του 5ου π.Χ. αιώνα Παιώνιου, ο οποίος φιλοτέχνησε το άγαλμα της Νίκης, που κοσμούσε τον χώρο μπροστά από τον Ναό του Δία στην αρχαία Ολυμπία.
Η Μένδη πολιορκήθηκε και λεηλατήθηκε από τους Αθηναίους, όταν παρότι σύμμαχός τους αποστάτησε στη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου (431-404 π.Χ. ) και τον 4ο αιώνα καταλήφθηκε από τον βασιλιά της Μακεδονίας Φίλιππο. Όταν αργότερα ο Κάσσανδρος μεταβίβασε το μονοπώλιο των κρασιών της στην Κασσάνδρεια, η πόλη οδηγήθηκε στην παρακμή.
Πηγή: Μ. Ριτζαλέου, Voria https://anaskafi.blogspot.com/2023/09/blog-post_867.html