Η ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ
Για να καταλάβει κανείς τι είναι ο λαϊκισμός πρέπει προηγούμενα να κατανοήσει την έννοια λαός που είναι η ρίζα και του λαϊκός και του λαΐκιστικός. Πρέπει δηλαδή να επισημάνει την παραγωγή σχέση ανάμεσα στις έννοιες λαός, λαϊκός, λαϊκισμός.
Στα αρχαία ελληνικά η λέξη λαός είχε αρχικά μια έννοια γεωγραφική και εσήμαινε άθροισμα ανθρώπων που κατοικούν στην ίδια γεωγραφική περιοχή. Αργότερα η γεωγραφική έννοια της λέξης απόχτησε και ένα νόημα πολιτικό, θα λέγαμε με σημερινή γλώσσα. Έτσι, λαός έφτασε να σημαίνει αυτό που εμείς σήμερα το λέμε μάζα, όχλος.
Στην πραγματικότητα το ίδιο πράγμα εννοούμε και σήμερα με τη λέξη λαός: μάζα, όχλος. Μόνο που η αρχική έννοια άδειασε το περιεχόμενό της μέσα στον ανακριβολάγνο συναισθηματισμό της νεοελληνικής γλώσσας και την πολιτική σπέκουλα. Έτσι, η αρχική πολιτική αρνητικότητα της έννοιας λαός έγινε σχεδόν ιερή. Το νόημα μετατέθηκε σταδιακά απ’ το αρχικό επίπεδο της γεωγραφίας σ’ αυτό της πολιτικής και στη συνέχεια της μεταφυσικής, όπου και βρίσκεται.
Αυτό που αφορά το λαό και βγαίνει απ’ το λαό λέγεται λαϊκό. Λαϊκός πολιτισμός, συνεπώς, είναι αυτός που τον φκιάχνει ο λαός μόνος του και που τον αφορά μ’ έναν τρόπο πάρα πολύ ουσιαστικό και λειτουργικό και παρεμπιπτόντως και αισθητικό, ή ιδεολογικό. Στην πραγματικότητα όμως τον λαϊκό πολιτισμό και την λαϊκή τέχνη δεν τα φκιάχνει ο λαός με τρόπο αυτοματικό γιατί, το είπαμε ήδη, η έννοια λαός είναι γενική και αόριστη.
Τον φκιάχνουν κάποιοι συγκεκριμένοι άνθρωποι που κατά κανόνα ανήκουν στην άρχουσα τάξη κάθε εποχής.
Ο Τσέχος αισθητικός Γιαν Μουκαρόφσκι, ένα από τα πιο επιφανή μέλη του λεγάμενου “γλωσσολογικού κύκλου της Πράγας” πρεσβεύει πως οι αισθητικές νόρμες που εγκαταλείπει η άρχουσα τάξη σαν πολυχρησιμοποιημένες και μη λειτουργικές πια, εκπίπτουν κατά κάποιο τρόπο, απλοποιούνται και τροποποιούνται ώστε να γίνει δυνατή η χρήση του αισθητικού αντικειμένου απ’ το λαό. Μ’ άλλα λόγια η λαϊκή τέχνη έχει έναν εγγενή ιδεολογικό συντηρητισμό, αλλά αυτό δεν μειώνει σε τίποτα την όποια αισθητική της αξία.
Τούτη η αισθητική αξία στη λαϊκή τέχνη, πάντα κατά τον Μουκαρόφσκι, που θεωρείται ο πιο έγκυρος μελετητής των δύσκολων προβλημάτων μετάβασης απ’ την έντεχνη στη λαϊκή τέχνη και το αντίστροφο, δεν είναι ποτέ αμιγής και καθαρή, όπως, άλλωστε, και σ’ ολόκληρη την τέχνη. Οι κώδικες μπλέκουν αξεδιάλυτα, κι έτσι η πληροφορία, το τυχόν πολιτικό μήνυμα, η λειτουργία, που μπορεί να είναι πραχτική, θρησκευτική ή ο,τιδήποτε άλλο, αποτελούν ένα ενιαίο σύνολο. Μ’ άλλα λόγια το λαϊκό έργο τέχνης είναι πολλαπλής χρήσεως, θα λέγαμε. Για παράδειγμα η πάρα πολύ αξιόλογη από αισθητική άποψη κουβέρτα που υφαίνει η λαϊκή υφάντρα πριν από κάθε τι χρησιμεύει στο να σκεπάζεται ο χωριάτης το χειμώνα. Εδώ,, η ομορφιά του σκεπάσματος και η χρήση του σκεπάσματος δεν ξεχωρίζουν. Σ ’ αυτό ακριβώς το σμίξιμο των πάντων βρίσκεται η αξία και η σημασία της λαϊκής τέχνης.
Λαϊκή τέχνη δεν παράγει ο λαός εν γένει, νοούμενος με μια έννοια γενική, αφηρημένη ή στατιστική, αλλά κάποιες συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες που ζουν κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες. Κατά κανόνα η λαϊκή τέχνη είναι κοινωνικό και αισθητικό φαινόμενο που εμφανίζεται στις κλειστές αγροτικές κοινότητες, και τα λαϊκά έργα τέχνης δεν προορίζονται ούτε για εξαγωγή έξω από τα όρια της κοινότητας ούτε, πολύ περισσότερο, για έκθεση σε κάποια γκαλερί της Αθήνας, ας πούμε, ούτε για την συλλογή του συλλέκτη αντικειμένων του λαϊκού πολιτισμού. Όταν οι κοινωνικοπολιτικές συνθήκες αναιρέσουν ή καταργήσουν την κλειστή κοινότητα, η λαϊκή τέχνη υποβαθμίζεται και τελικά καταργείται.
Σήμερα, με την τεράστια διάδοση των μαζικών μέσων ενημέρωσης και τις συνεχείς μετακινήσεις των πληθυσμών, η λαϊκή τέχνη είναι προβληματική, αν όχι εντελώς αδύνατη. Όπου υπάρχει ακόμα, υπάρχει κυρίως με την μορφή σουβενίρ για τουρίστες και διακοσμητικών για αστικά σαλόνια. Ο λαϊκός τεχνίτης έπαψε να διακοσμεί την στάμνα για να νιώθει καλύτερα πίνοντας κρύο νερό από μια όμορφη στάμνα. Τη διακοσμεί για να την πουλήσει στον περαστικό, ή για να την αμπαλάρει και να την στείλει πεσκέσι στη Δύση απ’ την Ανατολή. Ο λαϊκός μουσικός δεν θα παίξει τη λαϊκή του μουσική στα πανηγύρια, όπου είναι η φυσιολογική της θέση, ή στους γόμους ή όπου αλλού η κλειστή αγροτική κοινότητα χρειάζεται μουσική, αλλά σε συναυλία στον Λυκαβηττό ή όπου αλλού ενταφιάζεται η λαϊκή τέχνη, που δεν μπορεί να ζήσει έξω απ’ το φυσικό της περιβάλλον. Η λαϊκή τέχνη έχει πεθάνει, και δεν υπάρχει περίπτωση να νεκραναστηθεί με την τεχνητή αναπνοή των περίφημων “εκδηλώσεων”, που στην πραγματικότητα είναι εκδηλώσεις επίσημου ενταφιασμού της λαϊκής τέχνης.
Μπορεί να πέθανε η λαϊκή τέχνη, όχι όμως και η ανάγκη του λαού για τέχνη, που όμως τώρα δεν έχει δική του τέχνη.
Κάποιοι, λοιπόν, ανέλαβαν στα αστικά κέντρα να την κάνουν για λογαριασμό του και να την παν στο χωριό, κυρίως μέσω ραδιοφώνου και τηλεοράσεως . Κάποιοι εξάγουν προς τα αστικά κέντρα τουριστικοποιημένη λαϊκίστικη τέχνη και κάποιοι στην περιφέρεια εισάγουν λαϊκίστικη αστική τέχνη. Φυσικά, η ίδια τέχνη πουλιέται και στους εσωτερικούς μετανάστες, τους χωρικούς των πόλεων, αλλά και στους γνήσιους αστούς.
Έχουμε δηλαδή εδώ μια μορφή υπερταξικής, υπερομαδικής, υπεργεωγραφικής και φυσικά υπερκομματικής τέχνης πλατειάς κατανάλωσης για το μέσο, στατιστικά, γούστο. Πρόκειται για μια τέχνη όχι λαϊκή αλλά λαϊκίστικη.
Η λαϊκίστικη τέχνη είναι μια τέχνη για τον λαό, αλλά ο λαός δεν την κάνει, και τον αφορά μόνο έως το βαθμό που τα μαζικά μέσα ενημέρωσης τον έπεισαν να τον αφορά, ή ως το βαθμό που καλύπτει όπως-όπως τις ανάγκες που άφησε ακάλυπτες ο θάνατος της λαϊκής τέχνης. Η λαϊκίστικη τέχνη είναι η ερζάτς λαϊκή τέχνη, είναι η ναύλον λαϊκή τέχνη που πήρε τη θέση της παλιάς μεταξένιας. Όλοι οι μεταξοσκώληκες έχουν πεθάνει και τη θέση τους την πήραν σκώληκες.
Η ισοπεδωτική υπερταξικότητα της λαϊκίστικης τέχνης βολεύει καλά τόσο τους έμπορους της τέχνης που μπορούν τώρα να τυποποιήσουν τα προϊόντα τους όσο και τους αστούς πολιτικάντηδες, που μπορούν επιτέλους δια της τέχνης να τυποποιήσουν την πολιτική τους και να την κάνουν ένα πρετ-α-πορτέ για όλα τα πολιτικά αναστήματα.
Το παλιό σύνθημα “τέχνη για όλους” που τώρα διανέμεται και κατ’ οίκον δια της τηλεοράσεως, είναι μια οικτρή πραγματικότητα που βολεύει πολύ τον πολιτικό λαϊκισμό που λέγεται και ποπουλισμός. Η παλιά “λαϊκή ψυχή” βγήκε στο παζάρι για να ψωνίσει τα μέιντ ιν Ταϊβάν χαϊμαλιά και φυλαχτά της περίφημης ελληνικότητας, που είναι, βέβαια, ο πιο βαθύς πυρήνας της “λαϊκής ψυχής”. Κι έτσι ο λαός, μέσα από την κολλητική ουσία της ενιαίας και αδιαίρετης “λαϊκής ψυχής” ξαναγίνεται όχλος, και η λέξη ξαναπαίρνει την παλιά της κρυμμένη, αλλά ουδέποτε αναιρεμένη σημασία.
Τούτη η ανίχνευση της “λαϊκής ψυχής” μέσα στη νεκρή λαϊκή τέχνη, που το βαλσαμωμένο πτώμα της έγινε λαϊκίστικη τέχνη, είναι παλιά υπόθεση στην Ελλάδα. Όμως για πρώτη φορά συναντάμε καθαρά διατυπωμένο το αίτημα για μια επιστροφή στις ρίζες της ελληνικής ψυχής, δηλαδή στην υπερταξική και μεταφυσική ουσία της ελληνικότητας, σ’ ένα κείμενο του Γιώργου Θεοτοκά γραμμένο το 1929 που έχει τον σημαδιακό τίτλο “Ελεύθερο Πνεύμα”, κείμενο γνωστό περισσότερο σα μανιφέστο της γενιάς του ’30. Σ’ αυτό το οριακή για την ελληνική σκέψη κείμενο μεταξύ άλλων διαβάζουμε και τα εξής: “Προσωπικά, ένας οποιοσδήποτε Γιαγκούλας των ελληνικών βουνών με ενδιαφέρει πολύ περισσότερο απ’ ότι μ’ ενδιαφέρει ο Αλεξανδρινός ποιητής. Είμαι σύμφωνος να τουφεκίζουν τους ληστές μα θα έδινα πολλά για ν’ ακούσω τις εξομολογήσεις τους, ενώ η εξομολόγηση του κ.Καβάφη σκορπισμένη στα εκατόν πενήντα ποιήματά του δεν προσθέτει τίποτα στην γνώση μου των ανθρωπίνων παθών”.
Από τότε κόσμος και κοσμάκης ψάχνει για Γιαγκούλες στα παλαιοπωλεία της ελληνικής Ιστορίας, όπου βρίσκεται θαμμένη η ελληνική ψυχή. Προς το παρόν κανείς δεν τη βρήκε, όπως είναι φυσικό άλλωστε, αλλά η αναζήτηση, ως πράξη ιστορικά σημαίνουσα, απέδωσε καρπούς: Μας κράτησε μακριά απ’ το βέβηλο ευρωπαϊκό πνεύμα, το γεμάτο επικίνδυνα μιάσματα εντελώς καταστροφικά για τη βυζαντινοβουκολική μας αγνότητα.
Οι Τρεις Ιεράρχες αυτού του νέου Ευαγγελίου της επιστροφής στις ρίζες ήταν και παραμένουν ο Παπαδιαμάντης, ο Θεόφιλος και ο Μακρυγιάννης. Δεν θέλω να πω πως αυτοί οι τρεις δεν προσέφεραν πάρα πολλά στην ελληνική γραμματεία και τέχνη, αλλά μόνο πως η αξία τους μετατέθηκε δόλια απ’ την περιοχή της τέχνης ή της λαογραφίας ή της εθνολογίας ή της Ιστορίας σ’ αυτήν της μεταφυσικής ανασκαφής για την ανίχνευση των ριζών, οι οποίες, σημειωτέον, φτάνουν μόνο μέχρι το Βυζάντιο και ποτέ μέχρι την αρχαιότητα, η οποία παραμένει βέβηλη, προφανώς γιατί αυτή δημιούργησε τον Λόγο, τη λογική, την επιστήμη.
Μ’ άλλα λόγια δεν είναι οι ρίζες αυτές που ενδιαφέρουν τους ανασκαφείς — παρά λίγο θα έλεγα τους τυμβωρύχους— αλλά το στίλβωμα μιας μούμιας, μια κάποια ιστορική νεκροφιλία, το λιβανωτό στο “φάντασμα του χαμένου Παραδείσου” μιας ελληνικότητας νοούμενης και περιγραφόμενης με μεταφυσικούς όρους, η νοσταλγία της για πάντα χαμένης υπερταξικής “λαϊκής ψυχής”. Εν ολίγοις, έχουμε εδώ την κορύφωση του λαϊκισμού που από τέχνη ανάγεται σε φιλοσοφία και από φιλοσοφία σε πολιτική: Είναι φανερό τι και ποιούς εξυπηρετεί, ασυνείδητα τις περισσότερες φορές, τούτο το λιβανωτό μιας λαϊκότητας χωρίς λαό, ή μάλλον με έναν λαό νοούμενο σα μάζα, άμορφο και αδιαφοροποίητο, νοσταλγικά αγροτικό, εντελώς ξεκομμένο απ’ την Ευρώπη και τον κόσμο, πισωστρα-μένο στο Βυζάντιο.
Και για να μην μένουν αμφιβολίες για την διάρκεια και την ζωντάνια του Ελεύθερου Πνεύματος του Γιώργου Θεοτοκά, παραθέτουμε ένα πολύ μικρό δείγμα απ’ την ομόλογη σκέψη ενός επιγόνου, που όπως όλοι οι επίγονοι δεν έχει το άλλοθι του πρώτου διδάξαντος,και συνεπώς το ελαφρυντικό του πληθωρικού πιονέρου που βαδίζει στο σκοτάδι χωρίς πυξίδα. Πρόκειται για τον Στέλιο Ράμφο, και το απόσπασμα είναι από το κείμενό-του με τον τίτλο “Το νόημα της ζωής” δημοσιευμένο στο No 42 του περιοδικού “Εποπτεία”. Λέει, λοιπόν ο Στέλιος Ράμφος μεταξύ άλλων: “Αν εκινδύνευσε το 21, και το ελεύθερο έθνος κατόπιν υπέστη και υφίσταται τα πάνδεινα (…) οφείλεται κυρίως στην ξενομανία των λογιών που επιδίωξαν πόση δυνάμει να μεταφυτεύσουν ευρωπαϊκά πρότυπα στη “σγουρή μας κόγχη” και άνοιξαν δρόμο στον δημοτικισμό, τον καπιταλισμό, το σοσιαλισμό και τα λοιπά ανθυγιεινά προϊόντα τους, αδιαφορώντας ολότελα για την πραγματικότητα της ελληνικής ψυχής, η οποία βγαίνει κατ’ ευθείαν απ’ το Βυζάντιο και την τουρκοκρατία”.
Έξοχα, λοιπόν. Τώρα ξέρουμε ποιος φταίει για την κακοδαιμονία μας. Φταίει ο δημοτικισμός, φταίει επίσης ο σοσιαλισμός ου μην αλλά και ο καπιταλισμός — φταίνε οι πάντες εκτός από τους Βυζαντινούς. Τουλάχιστον οι πρόγονοι της γενιάς του ’30 ήταν πιο χαριτωμένοι μέσα στον πληθωρισμό- τους. Ήταν και κείνοι λαϊκιστές, αλλά όχι εντελώς σκοταδιστές. Και στο κάτω-κάτω παρήγαγαν ένα έργο αν όχι σημαίνουσας φιλοσοφικής αξίας, τουλάχιστον φιλολογικά αξιόλογο.
Λοιπόν, “η Ρωμιοσύνη στον Παράδεισο”, όπως λέει και ο Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος, σε μια σειρά καταλυτικών κειμένων συγκεντρωμένων σε τόμο με τον παραπάνω τίτλο, όπου το πρόβλημα της ελληνικότητας και της λαϊκότητας αντιμετωπίζεται μ’ έναν εντελώς αξιοθαύμαστο τρόπο. Εντάξει, “η ρωμιοσύνη στον Παράδεισο”, καμιά αντίρρηση. Όμως πρώτα πρέπει να μας πουν περί ποιού Παραδείσου πρόκειται.
Υποπτευόμαστε πως πρόκειται για τον παραδοσιακό Παράδεισο “ενθ’ απέδρα πάσα λύπη και στεναγμός”, κι όπου δεν έχουμε καμιά πρόθεση να πάμε πριν την ώρα μας.
6 Ιανουάριου 1985
……………………
Σχετικά …
«δεῦρ᾽ ἴτε πάντες λεῴ»
κήρυγμα Θησέως γενέσθαι φασὶ πανδημίαν
«σηκωθείτε κι ελάτε όλος ο λαός»
ΕΙΠΕ Ο ΘΗΣΕΥΣ ΚΑΙ ΕΓΙΝΕ ΠΑΝΔΗΜΙΑ !!! ΜΑΖΕΥΤΗΚΕ ΟΛΟΣ Ο ΛΑΟΣ !!!
……………..
……………………………………………………………………………….
ΠΗΓΗ:https://alfeiospotamos.gr/2023/09/08/%ce%b7-%cf%81%cf%89%ce%bc%ce%b9%ce%bf%cf%83%cf%85%ce%bd%ce%b7-%cf%83%cf%84%ce%bf%ce%bd-%cf%80%ce%b1%cf%81%ce%b1%ce%b4%ce%b5%ce%b9%cf%83%ce%bf-%cf%84%ce%bf%cf%85-%ce%b2%ce%b1%cf%83%ce%af%ce%bb%ce%b7/