Ο Μέγας Αλέξανδρος, το αθάνατο νερό και η σκίλλα.
Στους περαζόμενους καιρούς, που οι Έλληνες ορίζαν, όταν ο βασιλιάς Aλέξανδρος, εκυρίευσε τον κόσμο, εκάλεσε τους δημογέροντες κι ερώτησε:
Όταν τα ήκουσε ο Aλέξανδρος, προσέταξε να σελώσουν το αγαπημένο του το άλογο, τον Βουκέφαλο, από όλα καλύτερο και γληγορότερο, πιό γληγορο ακόμα κι από τον σταυραετό, ή κι από την αστραπή. Πείρε το τετραπίθαμό σπαθί, το τρεις οργυές κοντάρι.
Και έφιππος λοιπόν, δρόμο πέρνει δρόμο αφήνει, και φθάνει στην Άκρη του Κόσμου, κει που συνδυό δεν περπατούν, συντρείς δεν κουβεντιάζουν, στα Δυό Βουνά που του΄παν οι δημογέροντες. Στέκεται ο Αλέξανδρος, τα βλέπει που αδιάκοπα, σαν να μασούν ανοιγοκλείνουν, και τόσο γλήγορα που μήτε γεράκι δεν πορεί να περάσει χωρίς να τ΄αρπάξουν.
Ο Αλέξανδρος όμως, το γενναίο παλληκάρι, δεν εφοβήθηκε. δίνει μια καμτζικιά του Βουκεφάλου του, και σαν την αστραπήν επέρασαν, χωρίς να τους φάγουν τα δυό Βουνά κι εβγήκαν ζωντανοί. Μόνο, τρείς τρίχες της ουράς του αλόγου επιάσθηκαν…Ο λεβέντης βασιλιάς αντίκρησε τον φοβερόν δράκοντα με τα εκατό μάτια, τα μισά με κλειστά τα βλέφαρα. Τραβάει το τετραπίθαμο σπαθί, ορμάει και τον σκοτώνει, πριν ακόμα καταλάβει ο δράκος τι του γινόταναι, και έπεσε νεκρός στον τόπο.
Και έτσι έφθασε στην πηγή με τ΄ αθάνατο νερό ο Αλέξανδρος… Εγέμισε τo χρυσό του το παγούρι, επότισε το άλογό του, και το καλό το παλληκάρι πήρε άλλο μονοπάτι, τον δρόμο της επιστροφής. Στον γυρισμό τα δυό Βουνά ήτον ανοιχτά και γιά πάντα πιά ακίνητα.
Όταν έφθασε στο παλάτι του ο Αλέξανδρος εξέχασε να πει στην αδελφή του τι είχε στο χρυσό παγούρι.Και να που μιά μέρα η αδελφή του παίρνει το χρυσό παγούρι, να το καθαρίσει και να το γυαλίσει και χύνει το Αθάνατο Νερό στο περιβόλι … Tο Αθάνατο Νερό επότισε μιαν αγριοκρομμυδιά που, από τότε, ποτέ δεν εμαράθηκε.
https://www.aitherikigrafi.gr/epiklisi-alexandros
ΕΝΤΥΠΟ
ΜΟΝΟΔΡΟΜΟΣ Η ΕΝΩΣΗ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ