[…Ούτως επί παραδείγματος, ιδρυθείσης μετ’ ολίγον της Κωνσταντινουπόλεως, μετεφέρθησαν εις τας πλατείας αυτής και τα παλάτια ο Πύθιος Απόλλων, και ο Σμίνθιος, και ο εν Δελφοίς τρίπους, και αι Ελικωνιάδες Μούσαι και άλλα…Παπαρρηγόπουλος...]
Κίονας της Βασιλικής Κινστέρνας με παραστάσεις
Η κινστέρνα είχε αρχικά 336 μαρμάρινους κίονες ύψους 8 μέτρων, τοποθετημένους σε 12 σειρές με 28 κίονες η καθεμία, σε απόσταση 4 μέτρων η μία από την άλλη. Ωστόσο 60 από αυτούς, στη νοτιοδυτική πλευρά, εντοιχίστηκαν και δεν είναι πλέον ορατοί. Στους κίονες εδράζονται σταυροθόλια φτιαγμένα από οπτοπλίνθους. Αυτό το είδος ελαφριάς θολοδομίας εξελίχθηκε και εντοπίζεται επίσης σε άλλα δημόσια κτίρια και εκκλησίες, όπως στους τρούλους και τα ημιθόλια της Αγίας Σοφίας και τους πτυχωτούς τρούλους του ναού των Αγίων Σέργιου και Βάκχου[4].
Μεγάλο μέρος της δεξαμενής είναι κατασκευασμένο από ερείπια παλαιότερων κτιρίων, πιθανότατα γιατί επρόκειτο για υπόγειο, μη ορατό κτίσμα, αν και ορισμένα στοιχεία του αρχιτεκτονικού διάκοσμου είναι αξιοσημείωτα. Δύο κίονες, που στηρίζονται σε αρχαίες ελληνικές βάσεις και βρίσκονται στη βορειοδυτική πλευρά της κινστέρνας, υποβαστάζονται από ογκόλιθους, όπου έχουν σκαλιστεί δύο ογκώδη γοργόνεια, με ανάγλυφες κεφαλές Μέδουσας, ένα από αυτά τοποθετημένο ανάποδα και το άλλο στο πλάι.
Οι κίονες ίσως προέρχονται από κάποιο νυμφαίο και οι δύο κεφαλές τοποθετήθηκαν πιθανώς από τον Ιουστινιανό[5]. Στο κέντρο της κινστέρνας ξεχωρίζει επίσης κίονας που φέρει ανάγλυφο σταγονοειδές μοτίβο, το οποίο εμφανίζει ομοιότητα με άλλους μνημειακούς κίονες, που αποτελούσαν μέρος της θριαμβικής αψίδας του 4ου αιώνα από το Φόρο του Θεοδοσίου[4]. Βλ, Βικιπαίδεια
Η Βασιλική Κινστέρνα, γνωστή σήμερα και ως Yerebatan Saray («υπόγειο ανάκτορο»), είναι η μεγαλύτερη σωζόμενη υπόγεια δεξαμενή νερού στην Κωνσταντινούπολη. Η κινστέρνα βρίσκεται στον Πρώτο Λόφο, νοτιοδυτικά της Αγίας Σοφίας, στη σημερινή περιοχή Sultanahmet.
Η συγκεκριμένη δεξαμενή, διαστάσεων περίπου 141 × 66,5 μ. στην κάτοψη, καλύπτεται από σταυροθόλια φτιαγμένα από οπτοπλίνθους, τα οποία εδράζονται σε 336 κίονες, ορισμένοι ύψους 8 μ., και έχει χωρητικότητα 78.000 κυβικά μέτρα.
Το νερό διοχετευόταν στην κινστέρνα μέσω αγωγών μήκους 20 χλμ. από την υδαταποθήκη στο δάσος του Βελιγραδίου, κοντά στη Μαύρη θάλασσα.
Χτισμένη αρχικά κάτω από τη Βασιλική Στοά, που δε σώζεται πλέον, ανοικοδομήθηκε επί αυτοκράτορα Ιουστινιανού Α΄ (527-565) μετά τη Στάση του Νίκα, το 532, οπότε και πήρε τη σημερινή μορφή της.
Η κινστέρνα χρησιμοποιήθηκε για τις ανάγκες σε νερό του Μεγάλου Παλατιού, των γύρω οικοδομημάτων και ανακτόρων, αλλά και των κατοίκων της πόλης, ιδιαίτερα τους καλοκαιρινούς μήνες. Ο Προκόπιος, επίσημος ιστορικός του αυτοκράτορα Ιουστινιανού, αναφέρει ότι ένας αγωγός έφερνε φρέσκο νερό στην κινστέρνα, αλλά επίσης ότι εκεί αποθήκευαν για το καλοκαίρι την περίσσεια νερού κατά τις άλλες εποχές («ἀποβαλλομένοις τῇ περιουσίᾳ κατὰ τὰς ἄλλας ὥρας τοῖς ὕδασιν»).3 Αυτό το τελευταίο δίνει σαφή εικόνα της πραγματικής ποιότητας του νερού αυτού, που προοριζόταν για πόση και χρήση σε λουτρά.
Η Βασιλική Κινστέρνα κλείστηκε και, κατά τα φαινόμενα, είχε ξεχαστεί στην Ύστερη Βυζαντινή περίοδο· ανακαλύφθηκε εκ νέου το 1545, 1000 ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΛΗΨΗ ΤΗΣ ΠΟΛΕΩΣ, από το Γάλλο ανθρωπιστή και αρχαιοδίφη Pierre Gilles, γνωστό επίσης ως Petrus Gyllius.
Ο Gilles, που έφθασε στην πόλη για να συγκεντρώσει λογοτεχνικές πηγές και να ερευνήσει υλικά κατάλοιπα από τις αρχαιότητες της Κωνσταντινούπολης, έμαθε από τους ντόπιους ότι αντλούσαν νερό και έπιαναν ψάρια με θαυματουργικό τρόπο, ρίχνοντας κουβάδες στα υπόγεια των οικιών τους.
Οι ιστορίες οδήγησαν τον Gilles να ερευνήσει τη γειτονιά, έως ότου απέκτησε πρόσβαση σε ένα σπίτι· στο υπόγειο του σπιτιού ανακάλυψε μια ξεχασμένη δεξαμενή και αντιλήφθηκε ότι επρόκειτο για την αυτοκρατορική Βασιλική Κινστέρνα.
Εκείνη την εποχή η κινστέρνα ανεφοδιαζόταν ακόμη από έναν αρχαίο αγωγό που συνέλεγε νερό από το δάσος του Βελιγραδίου και τα τοπικά πηγάδια κατά τους χειμερινούς μήνες.
Η κινστέρνα, που αργότερα προμήθευε με νερό το Topkapi Saray, είναι η μοναδική αρχαία δεξαμενή που παρέμεινε σε χρήση μέχρι πρόσφατα.
Οι αναστηλώσεις, από το 18ο και μέχρι τα μέσα του 20ού αιώνα, ήταν εξαιρετικά σημαντικές για τη διατήρησή της. Η κινστέρνα ανακαινίστηκε το 1985, προστέθηκαν ξύλινοι διάδρομοι, ενώ από το 1987 είναι ανοιχτή στο ευρύ κοινό. Σήμερα, η Βασιλική Κινστέρνα είναι ένας από τους σπουδαιότερους και παλαιότερους δημόσιους χώρους στην πόλη.
2. Αρχιτεκτονική και διακόσμηση
Η συμμετρία, το μεγαλείο του σχεδιασμού και η πολύπλοκη υδρομηχανική της Βασιλικής Κινστέρνας είναι μοναδικά. Οι 336 εντυπωσιακοί κίονες είναι διατεταγμένοι σε 28 σειρές ανά 12,9 σε απόσταση 4 μέτρων μεταξύ τους (από κεντρικό σε κεντρικό σημείο) και φανερώνουν την κατάκτηση της αρχιτεκτονικής που βασίζεται στον πολλαπλασιασμό μιας βασικής μονάδας.
Η θολοδομία είναι επίσης υποδειγματική. Τα σταυροθόλια έχουν κατασκευαστεί όχι από ρωμαϊκό ασβεστοκονίαμα αλλά από μονές σειρές οπτοπλίνθων, στοιχισμένων εγκάρσια στον άξονα του θόλου και μπηγμένων μέσα σε πολύ παχύ κονίαμα.
Αυτό το είδος της εκπληκτικά ελαφριάς θολοδομίας αργότερα εξελίχθηκε και χρησιμοποιήθηκε και σε άλλα δημόσια κτήρια και εκκλησίες, όπως στους τρούλους και τα ημιθόλια της Αγίας Σοφίας και τους πτυχωτούς τρούλους του ναού των Αγίων Σεργίου και Βάκχου.
Είναι επομένως φανερό ότι η χρήση του τετράγωνου χώρου ως βασικής μονάδας και η θολοδομία με οπτοπλίνθους στη Βασιλική Κινστέρνα έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην παγίωση ενός κανόνα για τα αυτοκρατορικά καθιδρύματα της Ύστερης Αρχαιότητας και του πρώιμου Βυζαντίου στην Κωνσταντινούπολη.
Ως υπόγεια, χρηστική κατασκευή, που βρισκόταν κάτω από ένα μεγάλο δημόσιο κτήριο, τη Βασιλική Στοά, η ίδια η Βασιλική Κινστέρνα δεν ήταν προορισμένη να φαίνεται. Αυτό μπορεί να εξηγήσει γιατί η μεγαλύτερη βυζαντινή δεξαμενή ύδατος είναι φτιαγμένη από spolia – κίονες, κιονόκρανα και δόμους από ερείπια παλαιότερων κτηρίων. Ωστόσο, ορισμένα τμήματα της Βασιλικής Κινστέρνας είναι αξιοσημείωτα για το γλυπτό τους διάκοσμο, που εξάπτει τη φαντασία του θεατή και θέτει πλήθος ερωτημάτων, όχι μόνο για τις διακοσμητικές τέχνες στην πόλη πριν από τον 6ο αιώνα, αλλά και για τις επιλογές των κατασκευαστών όταν οικοδομούσαν αυτή την πελώρια αυτοκρατορική κινστέρνα. Στη βορειοανατολική γωνία της Βασιλικής Κινστέρνας, δύο από τους κίονες που υψώνονται πάνω σε βάσεις της Κλασικής περιόδου υποβαστάζονται από συμπαγείς ογκόλιθους· σε αυτούς είναι σκαλισμένα δύο κολοσσιαία γοργόνεια, το ένα εκ των οποίων έχει τοποθετηθεί ανάποδα και το άλλο στο πλάι, κατά πάσα πιθανότητα σκόπιμα.
Στο κέντρο της κινστέρνας προβάλλει ένας κίονας διακοσμημένος με σταγονοειδές μοτίβο.
Η προέλευση αυτών των πολύπλοκων στυλοβατών και κορμών των κιόνων δεν είναι δυνατό να εξακριβωθεί. Προέρχονται σαφώς από ερείπια παλαιότερων μνημειακών οικοδομημάτων· πιθανώς κάποια από αυτά βρίσκονταν στο φόρο του Θεοδοσίου, τη σημερινή πλατεία Βαγιαζήτ (Beyazit Meydani).
Οι κίονες με τα δύο κολοσσιαία γοργόνεια θα μπορούσαν να προέρχονται από κάποιο νυμφαίο, ένα είδος μνημειακής ρωμαϊκής κρήνης που απαντάται στην πόλη, ή κι από το μεγάλο νυμφαίο που βρισκόταν στο φόρο του Θεοδοσίου, στην απόληξη του λεγόμενου υδραγωγείου του Ουάλεντος.
Ο κορμός του κίονα με το σταγονοειδές διακοσμητικό μοτίβο μοιάζει πολύ με τους μνημειακούς κίονες της θριαμβικής αψίδας του 4ου αιώνα από το φόρο του Θεοδοσίου, της οποίας τα εντυπωσιακά ερείπια σώζονται ακόμη στην περιοχή.
Η φανερή ομοιότητα των κιόνων με το σταγονοειδές διακοσμητικό μοτίβο από τη Βασιλική Κινστέρνα και τη θριαμβική αψίδα του Θεοδοσίου οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι δυσερμήνευτες «σταγόνες» στη Βασιλική Κινστέρνα αποδίδουν ένα σχηματοποιημένο κορμό κυπαρισσιού. Η αψίδα του Θεοδοσίου έχει συνδεθεί με την κλασική εικονογραφία του θριάμβου, στην οποία το ρόπαλο του Ηρακλή υποτίθεται ότι ήταν φτιαγμένο από ξύλο κυπαρισσιού.
Τα ίχνη των δακτύλων του Ηρακλή γύρω από το ρόπαλο είναι ακόμη εμφανή στα απομεινάρια της μνημειακής αψίδας του Θεοδοσίου.
Παραμένει ωστόσο ασαφές κατά πόσο οι κατασκευαστές σκόπιμα χρησιμοποίησαν έναν κίονα, που έμοιαζε με ξύλο κυπαρισσιού και συνδεόταν στη φαντασία με τον πανίσχυρο Ηρακλή, για τη στήριξη του κεντρικού τμήματος του εντυπωσιακού οικοδομήματος της Βασιλικής Κινστέρνας.
Τα ίχνη των δακτύλων του Ηρακλή και της Μέδουσας νοτιοδυτικά της Αγίας Σοφίας